ντάλα, επίρρ. [<τουρκ. dal (= ακριβώς)], συνοδευτικό επίρρημα χρονικών ή τοπικών προσδιορισμών·
- ντάλα καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο: «είναι ντάλα καλοκαίρι κι επικρατεί καύσωνας»·
- ντάλα μεσημέρι, καταμεσήμερο: «ήρθε ντάλα μεσημέρι κι ήθελε να πάμε βόλτα!»·
- ντάλα ο ήλιος, μεσούρανα: «δε βλέπεις που είναι ντάλα ο ήλιος, πού θέλεις να τρέχουμε μέσ’ στους δρόμους!».